- ὁμόδιφρος
- ὁμόδιφροςdriving in the same chariotmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομόδιφρος — ὁμόδιφρος, ον (Α) αυτός που μεταφέρεται από την ίδια άμαξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + δίφρος «άρμα» (πρβλ. καλλι διφρος)] … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek